- τροπίνη
- η, Νχημ. η σημαντικότερη από τις δυνατές ισομερείς μορφές τής τροπανόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropine < atropine (πρβλ. ατροπίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροπάνιο — το, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα οργανική ένωση τής οποίας ο σκελετός απαντά στην τροπίνη, προϊόν υδρόλυσης τής ατροπίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropane < trop (< tropine, πρβλ. τροπίνη) + κατάλ. ane τής χημ.… … Dictionary of Greek
θυλακιοτροπίνη — ή (βιοχ.) γοναδοτρόπος ορμόνη που σχετίζεται με τη ρύθμιση τής δραστηριότητας τών γονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλάκιο + τροπίνη (αντιδάνεια λ., πρβλ. tropine < trop (πρβλ. τρόπος] + ine). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. follicle stimulating… … Dictionary of Greek
ουροτροπίνη — Ονομασία με την οποία δηλώνεται στη φαρμακολογία η εξαμεθυλενοτετραμίνη, οργανική ένωση, χημικού τύπου (CH^6N4 στο μόριό της περιέχει έξι μεθυλικές ρίζες (= CHz) που συνδέονται με τέσσερα άτομα αζώτου. Την παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Μπούτλερωφ… … Dictionary of Greek
τροπανόλη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα οργανική ένωση, δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού τροπανίου, με σημαντικότερη ισομερή μορφή της την 3 τροπανόλη, γνωστή και ως τροπίνη, η οποία αποτελεί προϊόν τής υδρόλυσης τής ατροπίνης και τής νοσκυαμίνης … Dictionary of Greek
τροπιδίνη — η, Ν χημ. η σημαντικότερη από τις δυνατές ισομερείς μορφές τού τροπενίου, η οποία αποτελεί προϊόν τής αφυδάτωσης τής 3 τροπανόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropidine < trop (< tropine, πρβλ. τροπίνη) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
τροπικό — το, Ν φρ. «τροπικό οξύ» χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, υδροοξύ γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2 φαινυλο 3 υδροξυ προπανοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropic (acid) < a tropic (< atrop ine … Dictionary of Greek
ωχρινοτροπίνη — η, Ν (βιοχ. φυσιολ.) ουσία υποφυσιακής προέλευσης, που έχει γοναδοτροπική δράση, αλλ. λουτεοτροπίνη ή ωχρινοτρόπος ορμόνη ή προλακτίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. luteotropin < λατ. luteus «κίτρινος» + tropin (πρβλ. τροπίνη] … Dictionary of Greek